Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φραμασόνος οι φραμασόνοι
      γενική του φραμασόνου των φραμασόνων
    αιτιατική τον φραμασόνο τους φραμασόνους
     κλητική φραμασόνε φραμασόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φραμασόνος < από την ιταλική frammassone και τη γαλλική franc-maçon για τους ελευθεροτέκτονες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φραμασόνος αρσενικό

  • ο Ελευθεροτέκτονας, ο μασόνος. Ο κόσμος πάντως επέμενε να αλλάζει τη λεξη και να τη συνδυάζει με το φαρμάκι αποκαλώντας τους τέκτονες φαρμασόνους και όχι φραμασόνους.


  Μεταφράσεις επεξεργασία