ελευθεροτεκτονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελευθεροτεκτονισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική freemasonry
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαελευθεροτεκτονισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- παγκόσμια μυστική αδελφότητα της οποίας τα μέλη ανήκουν σε κατά τόπους τεκτονικές Στοές, έχουν κοινές ηθικές και μεταφυσικές απόψεις και αλληλοϋποστηρίζονται
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελευθεροτεκτονισμός