Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελευθεροτεκτονισμός οι ελευθεροτεκτονισμοί
      γενική του ελευθεροτεκτονισμού των ελευθεροτεκτονισμών
    αιτιατική τον ελευθεροτεκτονισμό τους ελευθεροτεκτονισμούς
     κλητική ελευθεροτεκτονισμέ ελευθεροτεκτονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ελευθεροτεκτονικό σύμβολο

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελευθεροτεκτονισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική freemasonry

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.le.fθe.ɾo.te.kto.niˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελευθεροτεκτονισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό

  • παγκόσμια μυστική αδελφότητα της οποίας τα μέλη ανήκουν σε κατά τόπους τεκτονικές Στοές, έχουν κοινές ηθικές και μεταφυσικές απόψεις και αλληλοϋποστηρίζονται

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία