• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αρχιτεκτονική

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου
      • 1.3.1 Ομώνυμα / Ομόηχα

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχιτεκτονική < θηλυκό του αρχαίου ἀρχιτεκτονικὸς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχιτεκτονική θηλυκό

  1. η τέχνη της κατασκευής κτηρίων
  2. η οργάνωση ενός οικοδομήματος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αρχιτέκτονας
  • αρχιτεκτόνημα
  • αρχιτεκτονία
  • αρχιτεκτονικός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αρχιτεκτονική
  • αγγλικά : architecture (en)
  • γαλλικά : architecture (fr)
  • γερμανικά : Architektur (de)
  • ισπανικά : arquitectura (es)
  • ρωσικά : архитектура (ru)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αρχιτεκτονική

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αρχιτεκτονικός

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία
  • αρχιτεκτονικοί
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αρχιτεκτονική&oldid=6520053"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Δεκεμβρίου 2023, στις 17:07

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Shqip
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Δεκεμβρίου 2023, στις 17:07.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας