• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αρχιτεκτονική

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου
      • 1.3.1 Ομώνυμα / Ομόηχα

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αρχιτεκτονική < θηλυκό του αρχαίου ἀρχιτεκτονικὸς

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αρχιτεκτονική θηλυκό

  1. η τέχνη της κατασκευής κτηρίων
  2. η οργάνωση ενός οικοδομήματος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αρχιτέκτονας
  • αρχιτεκτόνημα
  • αρχιτεκτονία
  • αρχιτεκτονικός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αρχιτεκτονική
  • αγγλικά : architecture (en)
  • γαλλικά : architecture (fr)
  • ισπανικά : arquitectura (es)
  • ρωσικά : архитектура (ru)

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

αρχιτεκτονική

  • θηλυκό του αρχιτεκτονικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού

Ομώνυμα / ΟμόηχαΕπεξεργασία

  • αρχιτεκτονικοί
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αρχιτεκτονική&oldid=3972772"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2018, στις 00:47

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2018, στις 00:47.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie