αρχιτεκτόνημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχιτεκτόνημα < ελληνιστική ἀρχιτεκτόνημα < ἀρχιτεκτονέω - ἀρχιτεκτονῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχιτεκτόνημα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχιτεκτόνημα
|
αρχιτεκτόνημα ουδέτερο
|