Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικοδομικός η οικοδομική το οικοδομικό
      γενική του οικοδομικού της οικοδομικής του οικοδομικού
    αιτιατική τον οικοδομικό την οικοδομική το οικοδομικό
     κλητική οικοδομικέ οικοδομική οικοδομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικοδομικοί οι οικοδομικές τα οικοδομικά
      γενική των οικοδομικών των οικοδομικών των οικοδομικών
    αιτιατική τους οικοδομικούς τις οικοδομικές τα οικοδομικά
     κλητική οικοδομικοί οικοδομικές οικοδομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοδομικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

οικοδομικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία