ἀρχι-
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρχι- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρχι- < ἄρχ(ω)
Πρόθημα
επεξεργασίαἀρχι-
- αρχι-: πρώτο συνθετικό που προσδίδει σε σύνθετες λέξεις την έννοια του κυρίαρχου, του πρώτου στη σειρά, του επικεφαλής
- ἀρχιτρίκλινος
- ἀρχίποδες (αρχηγοί)
- ἀρχάγγελος
- ἀρχέκακος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἀρχι- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀρχι- στο Βικιλεξικό
- ἀρχί- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀρχί- στο Βικιλεξικό
- ἀρχ- (πριν από φωνήεν) Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀρχ- στο Βικιλεξικό
- (από ελληνιστικά σύνθετα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀρχι- < ἄρχ(ω), ως πρόθημα με τις μορφές ἀρχ-, ἀρχε-, ἀρχι-
Πρόθημα
επεξεργασίαἀρχι-
- άκλιτο και αχώριστο πρώτο συνθετικό που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό την έννοια του κυρίαρχου, του πρώτου στη σειρά, του επικεφαλής
- ἀρχιτέκτων (ο επικεφαλής των τεκτόνων, ο επιβλέπων)
- ἀρχίκλωψ (ο αρχικλέφτης, ο λήσταρχος)
- ἀρχιερεύς (ο πρώτος των ιερέων)
- ἀρχέγονος
Σύνθετα
επεξεργασία- ἀρχι- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀρχι- στο Βικιλεξικό
- ἀρχί- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀρχί- στο Βικιλεξικό
- ἀρχ- (πριν από φωνήεν) Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀρχ- στο Βικιλεξικό
- (ελληνιστική κοινή) ἀρχέ- Ελληνιστικές λέξεις με πρόθημα ἀρχέ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ἀρχι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts