πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λήσταρχος οι λήσταρχοι
      γενική του λήσταρχου των λήσταρχων
    αιτιατική τον λήσταρχο τους λήσταρχους
     κλητική λήσταρχε λήσταρχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λήσταρχος αρσενικό

  1. ο αρχηγός μιας συμμορίας ληστών
    Οι αδερφοί Ρετζαίοι ήταν δυο λήσταρχοι τόσο διαβόητοι για τη δράση τους, που είχαν χαρακτηριστεί «βασιλείς της Ηπείρου».
  2. (κατ’ επέκταση) ο σπουδαίος ληστής
  3. (κατ’ επέκταση) ο μεγάλος απατεώνας

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία