λησταρχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λησταρχείο < μεσαιωνική ελληνική λησταρχεῖον < ελληνιστική κοινή λῄσταρχος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λησταρχείο ουδέτερο
- κρησφύγετο των ληστών και των ληστάρχων
- (μεταφορικά) επιχείρηση που παρέχει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της ακριβά και αισχροκερδώς
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λησταρχείο
|