Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρησφύγετο τα κρησφύγετα
      γενική του κρησφύγετου των κρησφύγετων
    αιτιατική το κρησφύγετο τα κρησφύγετα
     κλητική κρησφύγετο κρησφύγετα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρησφύγετο < αρχαία ελληνική κρησφύγετον < πρός + φεύγω[1] (αόριστος βʹ: φυγον)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρησφύγετο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  Έχουν επίσης προταθεί: κάρα + φεύγω & χρέος + φεύγω