κρησφύγετο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρησφύγετο ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Ηρόδοτο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρησφύγετον[1] < πρός + φεύγω[2] (αόριστος βʹ: ἔφυγον) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρησφύγετο ουδέτερο
- σπίτι, σπηλιά ή άλλο σημείο στο οποίο καταφεύγει για να κρυφτεί κάποιος εκτός νόμου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρησφύγετο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κρησφύγετο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. Έχουν επίσης προταθεί: κάρα + φεύγω & χρέος + φεύγω…