κρησφύγετο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρησφύγετο < αρχαία ελληνική κρησφύγετον < πρός + φεύγω[1] (αόριστος βʹ: ἔφυγον)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρησφύγετο ουδέτερο
- σπίτι, σπηλιά ή άλλο σημείο στο οποίο καταφεύγει για να κρυφτεί κάποιος εκτός νόμου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρησφύγετο