Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λησταρχεῖον < λήσταρχ(ος) + -εῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λησταρχεῖον ουδέτερο

  1. λησταρχείο, το λημέρι του λήσταρχου
  2. (περιληπτικό) ληστείες, συρροή ληστειών

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία