Δείτε επίσης: Λημέρι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λημέρι τα λημέρια
      γενική του λημεριού των λημεριών
    αιτιατική το λημέρι τα λημέρια
     κλητική λημέρι λημέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λημέρι < μεσαιωνική ελληνική ὁλημερίζω + < ελληνιστική κοινή ὁλήμερος < αρχαία ελληνική ὅλος + ἡμέρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈme.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λη‐μέ‐ρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λημέρι ουδέτερο

  1. απόμακρη τοποθεσία όπου ζουν ληστές, κλέφτες επί Τουρκοκρατίας, κρησφύγετο, άντρο
  2. (μεταφορικά) το μέρος όπου συχνάζει κάποιος, το στέκι
    γύρισε στην πατρίδα μετά από χρόνια και έκανε μια γύρα στα παλιά του λημέρια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία