Δείτε επίσης: Λημέρι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λημέρι τα λημέρια
      γενική του λημεριού των λημεριών
    αιτιατική το λημέρι τα λημέρια
     κλητική λημέρι λημέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λημέρι ουδέτερο

  1. απόμακρη τοποθεσία όπου ζουν ληστές, κλέφτες επί Τουρκοκρατίας, κρησφύγετο, άντρο
  2. (μεταφορικά) το μέρος όπου συχνάζει κάποιος, το στέκι
    γύρισε στην πατρίδα μετά από χρόνια και έκανε μια γύρα στα παλιά του λημέρια

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία