Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ληστεία οι ληστείες
      γενική της ληστείας των ληστειών
    αιτιατική τη ληστεία τις ληστείες
     κλητική ληστεία ληστείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ληστεία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ληστεία θηλυκό

  • κλοπή με χρήση βίας ή ενέργειας θεωρούμενης ως βίας (βρισιά, ξυλοδαρμός ακόμη κι απλή παρουσία που δύναται να συνταράξει ψυχολογικά το θύμα - σε λεπτότερες εκδοχές το κρίνει η δικαστική αρχή)

  Μεταφράσεις επεξεργασία