αρχι-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρχι- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρχι-
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
αρχι-, αρχ- (πριν από φωνήεντα)
- πρόθημα που εκφράζει τον ανώτατο βαθμό της έννοιας της λέξης στην οποία προτίθεται
Σύνθετα
επεξεργασία- αρχι- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αρχι- στο Βικιλεξικό
- αρχ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αρχ- στο Βικιλεξικό
- (από ελληνιστικά σύνθετα) αρχέ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αρχέ- στο Βικιλεξικό