αρχιλογιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρχιλογιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο προϊστάμενος τού λογιστικού τμήματος μιας υπηρεσίας ή επιχείρησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχιλογιστής
|
αρχιλογιστής αρσενικό
|