λογιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λογιστής | οι | λογιστές |
γενική | του | λογιστή | των | λογιστών |
αιτιατική | τον | λογιστή | τους | λογιστές |
κλητική | λογιστή | λογιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λογιστής < → λείπει η ετυμολογία[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λογιστής αρσενικό, (θηλυκό λογίστρια)
- (επάγγελμα, οικονομία) αυτός που ασχολείται με τα λογιστικά, την διαχείριση, τον έλεγχο, την απεικόνιση και την καταγραφή των πόρων (οικονομικών ή άλλων) μιας μονάδας ή ομάδας ή/και μεγαλύτερων κοινωνικών συνόλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογιστής
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ λογιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λογιστής | οἱ | λογισταί |
γενική | τοῦ | λογιστοῦ | τῶν | λογιστῶν |
δοτική | τῷ | λογιστῇ | τοῖς | λογισταῖς |
αιτιατική | τὸν | λογιστήν | τοὺς | λογιστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | λογιστᾰ́ | λογισταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λογιστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λογισταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λογιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λογιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο δάσκαλος της αριθμητικής
- κάποιος που σκέπτεται λογικά
- (συνήθως στον πληθυντικό) αιρετός ελεγκτής στην Αθήνα που έλεγχε τους λογαριασμούς του δημοσίου
Πηγές
επεξεργασία
- λογιστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λογιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.