Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογίστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λογίστρι
α
οι
λογίστρι
ες
γενική
της
λογίστρι
ας
των
λογιστρι
ών
αιτιατική
τη
λογίστρι
α
τις
λογίστρι
ες
κλητική
λογίστρι
α
λογίστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λογίστρια
<
θηλυκό
του
λογιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λογίστρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
) η γυναίκα που ασκεί το επάγγελμα του
λογιστή
, αυτή που ασχολείται με τα
λογιστικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογίστρια
γαλλικά
:
comptable
(fr)
γερμανικά
:
Buchhalterin
(de)