Δείτε επίσης: ἀριθμητική, Κατηγορία:Αριθμητική (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αριθμητική οι αριθμητικές
      γενική της αριθμητικής των αριθμητικών
    αιτιατική την αριθμητική τις αριθμητικές
     κλητική αριθμητική αριθμητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αριθμητική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀριθμητική[1] Μορφολογικά, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αριθμητικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɾi.θmi.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ριθ‐μη‐τι‐κή
παλιότερος συλλαβισμός: α‐ρι‐θμη‐τι‐κή
ομόηχο: αριθμητικοί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αριθμητική θηλυκό

  1. (αριθμητική) η επιστήμη των αριθμών
    ⮡  Στην αριθμητική προσθέτουμε, αφαιρούμε, πολλαπλασιάζουμε και διαιρούμε συγκεκριμένους αριθμούς
  2. (εκπαίδευση) παλαιότερη ονομασία για το μάθημα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που διδάσκει τις αριθμητικές πράξεις και την επίλυση προβλημάτων (πλέον χρησιμοποιείται ο όρος μαθηματικά)
  3. το σχολικό εγχειρίδιο που χρησιμοποιείται για τη διδασκαλία αυτού του μαθήματος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αριθμητική

  Αναφορές

επεξεργασία