μαθηματικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μαθηματικά | ||
γενική | των | μαθηματικών | ||
αιτιατική | τα | μαθηματικά | ||
κλητική | μαθηματικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
μαθηματικά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαθηματικά,[1] ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μαθηματικός στον πληθυντικό
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.θi.ma.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐θη‐μα‐τι‐κά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαθηματικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (επιστήμη) η επιστήμη των αριθμών, των μεγεθών και των σχέσεών τους
- (εκπαίδευση) το αντίστοιχο σχολικό μάθημα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μαθηματικά
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
μαθηματικά
- από μαθηματική άποψη
- απόλυτα· με τη βεβαιότητα που προσφέρει η επιστήμη των μαθηματικών
- ↪ μαθηματικά βέβαιο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
μαθηματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μαθηματικό) του μαθηματικός
Επεξεργασία
- ↑ «μαθηματικά» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.