Ετυμολογία

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαθηματικός η μαθηματική το μαθηματικό
      γενική του μαθηματικού της μαθηματικής του μαθηματικού
    αιτιατική τον μαθηματικό τη μαθηματική το μαθηματικό
     κλητική μαθηματικέ μαθηματική μαθηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαθηματικοί οι μαθηματικές τα μαθηματικά
      γενική των μαθηματικών των μαθηματικών των μαθηματικών
    αιτιατική τους μαθηματικούς τις μαθηματικές τα μαθηματικά
     κλητική μαθηματικοί μαθηματικές μαθηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μαθηματικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται ή ανήκει στην επιστήμη των μαθηματικών
    μαθηματική απόδειξη
  2. που έχει ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά
    μαθηματικό μυαλό
  3. (ουσιαστικό) δείτε μαθηματικός
  4.  και δείτε τη λέξη  τα μαθηματικά

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαθηματικός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) ο/η επιστήμονας που ασχολείται με τα μαθηματικά
  2. (επάγγελμα) ο καθηγητής/η καθηγήτρια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που διδάσκει το μάθημα των μαθηματικών

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
μαθηματικός < μάθημα μαρηματ- + -ικός

μαθηματικός

  1. που αγαπά τη γνώση, τη μάθηση
  2. που ασχολείται με τα μαθηματικά
  3. αστρονομικός ή αστρολογικός, σχετικός με την αστρονομία ή την αστρολογία
  4. (για τους Πυθαγόρειους) προχωρημένος μαθητής
     αντώνυμα: ἀκουσματικός