μαθηματική
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαθηματική < από το θηλυκό του μαθηματικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαθηματική θηλυκό
- η επιστήμη των μαθηματικών
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μαθηματική
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
μαθηματική
- θηλυκό του μαθηματικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού