Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστρονομικός η αστρονομική το αστρονομικό
      γενική του αστρονομικού της αστρονομικής του αστρονομικού
    αιτιατική τον αστρονομικό την αστρονομική το αστρονομικό
     κλητική αστρονομικέ αστρονομική αστρονομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστρονομικοί οι αστρονομικές τα αστρονομικά
      γενική των αστρονομικών των αστρονομικών των αστρονομικών
    αιτιατική τους αστρονομικούς τις αστρονομικές τα αστρονομικά
     κλητική αστρονομικοί αστρονομικές αστρονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστρονομικός < αρχαία ελληνική ἀστρονομικός

  Επίθετο επεξεργασία

αστρονομικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την αστρονομία
    μία αστρονομική εφημερίδα περιέχει διάφορες αστρονομικές παρατηρήσεις
  2. υπέρμετρος
    μου ζήτησε όχι απλώς υπερβολική αλλά αστρονομική αμοιβη

  Μεταφράσεις επεξεργασία