Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπέρμετρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπέρμετρ
ος
η
υπέρμετρ
η
το
υπέρμετρ
ο
γενική
του
υπέρμετρ
ου
της
υπέρμετρ
ης
του
υπέρμετρ
ου
αιτιατική
τον
υπέρμετρ
ο
την
υπέρμετρ
η
το
υπέρμετρ
ο
κλητική
υπέρμετρ
ε
υπέρμετρ
η
υπέρμετρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπέρμετρ
οι
οι
υπέρμετρ
ες
τα
υπέρμετρ
α
γενική
των
υπέρμετρ
ων
των
υπέρμετρ
ων
των
υπέρμετρ
ων
αιτιατική
τους
υπέρμετρ
ους
τις
υπέρμετρ
ες
τα
υπέρμετρ
α
κλητική
υπέρμετρ
οι
υπέρμετρ
ες
υπέρμετρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπέρμετρος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
υπέρμετρος, -η, -ο
που
υπερβαίνει
το
μέτρο
, ο
υπερβολικός
αυτό που τον έφαγε ήταν ο
υπέρμετρος
εγωισμός του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπέρμετρος
γαλλικά
:
démesuré
(fr)