Δείτε επίσης: διαιρῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

διαιρώ (παθητική φωνή: διαιρούμαι)

  1. χωρίζω κάτι σε μέρη
  2. (μαθηματικά) κάνω διαίρεση
     δείτε τις λέξεις διαιρέτης και διαιρετέος
  3. εμβάλλω σε διχόνοια
     συνώνυμα: διχάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία