Δείτε επίσης: διαιρῶ

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαιρώ < αρχαία ελληνική διαιρέω / διαιρῶ < διά + αἱρέω / αἱρῶ

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.eˈɾo/

  ΡήμαΕπεξεργασία

διαιρώ (παθητική φωνή: διαιρούμαι)

  1. χωρίζω κάτι σε μέρη
  2. (μαθηματικά) κάνω διαίρεση
    → δείτε τις λέξεις διαιρέτης και διαιρετέος
  3. εμβάλλω σε διχόνοια
     συνώνυμα: διχάζω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία