διαιρέτης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διαιρέτης | οι | διαιρέτες |
γενική | του | διαιρέτη | των | διαιρετών |
αιτιατική | τον | διαιρέτη | τους | διαιρέτες |
κλητική | διαιρέτη | διαιρέτες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαιρέτης < αρχαία ελληνική διαιρέτης < διαιρῶ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαιρέτης αρσενικό
- (αριθμητική) σε κλασματική παράσταση, ο παρονομαστής του κλάσματος
- στα καταχρηστικά κλάσματα ο διαιρέτης είναι μικρότερος από τον διαιρετέο
- (αριθμητική) αριθμός ο οποίος διαιρεί ακριβώς έναν άλλο χωρίς να αφήνει υπόλοιπο
- οι πρώτοι αριθμοί έχουν ως διαιρέτες μόνον τον εαυτό τους και τη μονάδα