diviseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diviseur | diviseurs |
diviseur (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη diviser