Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diviseur diviseurs

diviseur (fr) αρσενικό

  1. (μαθηματικά) ο διαιρέτης
     δείτε τις λέξεις division, dividende, quotient και reste
      ενικός         πληθυντικός  
diviseur diviseurs

diviseur (fr) αρσενικό

  1. διαιρετικός

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη diviser