Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dividende dividendes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dividende (fr) αρσενικό

  1. (οικονομία) το μέρισμα
  2. (μαθηματικά) ο διαιρετέος
    → δείτε τις λέξεις division, diviseur, quotient και reste

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη diviser