dividende
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dividende | dividendes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdividende (fr) αρσενικό
- (οικονομία) το μέρισμα
- (μαθηματικά) ο διαιρετέος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη diviser
ενικός | πληθυντικός |
dividende | dividendes |
dividende (fr) αρσενικό