μέρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μέρισμα < ελληνιστική κοινή μέρισμα < αρχαία ελληνική μερίζω < μέρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dividende[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μέρισμα ουδέτερο
- (οικονομία) το μερίδιο από τα διανεμόμενα καθαρά κέρδη μιας εταιρείας που αναλογεί σε μία μετοχή
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας ενέκρινε τον ισολογισμό του 2006 που προβλέπει διανομή μερίσματος 1€ ανά μετοχή.
Συγγενικά
επεξεργασία- μερισματαπόδειξη
- μερισματαπόδοση
- μερισματικός
- μερισματόγραφο
- μερισματούχος
- προμέρισμα
- → δείτε τη λέξη μέρος