Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μέρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μέρισμα
τα
μερίσμα
τ
α
γενική
του
μερίσμα
τ
ος
των
μερισμά
τ
ων
αιτιατική
το
μέρισμα
τα
μερίσμα
τ
α
κλητική
μέρισμα
μερίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
μέρισμα
<
μερίζω
<
μερίδα
<
μέρος
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
μέρισμα
ουδέτερο
(
οικονομία
) το
μερίδιο
από τα διανεμόμενα καθαρά
κέρδη
μιας
εταιρείας
που αναλογεί σε μία
μετοχή
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας ενέκρινε τον ισολογισμό του 2006 που προβλέπει διανομή
μερίσματος
1€ ανά μετοχή.
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
μερισμός
,
καταμερισμός
μερισματαπόδειξη
μερισματούχος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
μέρισμα
αγγλικά
:
dividend
(en)
γαλλικά
:
dividende
(fr)