dividend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dividend | dividends |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdividend (en)
- (οικονομία) μέρισμα
- ⮡ dividend yield - μερισματική απόδοση
- υπώνυμα: stock dividend
- (αριθμητική) διαιρετέος
ενικός | πληθυντικός |
dividend | dividends |
dividend (en)