ενικός         πληθυντικός  
dividend dividends

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dividend (en)

  1. (οικονομία) μέρισμα
    ⮡  dividend yield - μερισματική απόδοση
    υπώνυμα: stock dividend
  2. (αριθμητική) διαιρετέος