μερισματαπόδειξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μερισματαπόδειξη | οι | μερισματαποδείξεις |
γενική | της | μερισματαπόδειξης | των | μερισματαποδείξεων |
αιτιατική | τη | μερισματαπόδειξη | τις | μερισματαποδείξεις |
κλητική | μερισματαπόδειξη | μερισματαποδείξεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μερισματαπόδειξη < μέρισμα (μερίσματος) + απόδειξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερισματαπόδειξη θηλυκό
- (οικονομία) απόδειξη που έχει προσαρτηθεί σε μετοχή ή ομολογία και με την οποία ο κομιστής δικαιούχος μπορεί να εισπράξει μέρισμα