μερισματαπόδοση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μερισματαπόδοση | οι | μερισματαποδόσεις |
γενική | της | μερισματαπόδοσης* | των | μερισματαποδόσεων |
αιτιατική | τη | μερισματαπόδοση | τις | μερισματαποδόσεις |
κλητική | μερισματαπόδοση | μερισματαποδόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μερισματαποδόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μερισματαπόδοση θηλυκό
- (οικονομία) η απόδοση ενός μερίσματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μερισματαπόδοση
|