μερίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μερίζω < αρχαία ελληνική μερίζω < μερίς→μερίδα
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμερίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μερίζω | μέριζα | θα μερίζω | να μερίζω | μερίζοντας | |
β' ενικ. | μερίζεις | μέριζες | θα μερίζεις | να μερίζεις | μέριζε | |
γ' ενικ. | μερίζει | μέριζε | θα μερίζει | να μερίζει | ||
α' πληθ. | μερίζουμε | μερίζαμε | θα μερίζουμε | να μερίζουμε | ||
β' πληθ. | μερίζετε | μερίζατε | θα μερίζετε | να μερίζετε | μερίζετε | |
γ' πληθ. | μερίζουν(ε) | μέριζαν μερίζαν(ε) |
θα μερίζουν(ε) | να μερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μέρισα | θα μερίσω | να μερίσω | μερίσει | ||
β' ενικ. | μέρισες | θα μερίσεις | να μερίσεις | μέρισε | ||
γ' ενικ. | μέρισε | θα μερίσει | να μερίσει | |||
α' πληθ. | μερίσαμε | θα μερίσουμε | να μερίσουμε | |||
β' πληθ. | μερίσατε | θα μερίσετε | να μερίσετε | μερίστε | ||
γ' πληθ. | μέρισαν μερίσαν(ε) |
θα μερίσουν(ε) | να μερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μερίσει | είχα μερίσει | θα έχω μερίσει | να έχω μερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μερίσει | είχες μερίσει | θα έχεις μερίσει | να έχεις μερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μερίσει | είχε μερίσει | θα έχει μερίσει | να έχει μερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μερίσει | είχαμε μερίσει | θα έχουμε μερίσει | να έχουμε μερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μερίσει | είχατε μερίσει | θα έχετε μερίσει | να έχετε μερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μερίσει | είχαν μερίσει | θα έχουν μερίσει | να έχουν μερίσει |
|