Δείτε επίσης: μείρομαι

Ετυμολογία

επεξεργασία

μερίζω

  1. διαιρώ ένα σύνολο σε μέρη και τα διανέμω
  2. (όχι απαραιτήτως) ισομερίζω· διαμοιράζω ισομεγέθη μερίδια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία