Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μερισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μερισμέν
ος
η
μερισμέν
η
το
μερισμέν
ο
γενική
του
μερισμέν
ου
της
μερισμέν
ης
του
μερισμέν
ου
αιτιατική
τον
μερισμέν
ο
τη
μερισμέν
η
το
μερισμέν
ο
κλητική
μερισμέν
ε
μερισμέν
η
μερισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μερισμέν
οι
οι
μερισμέν
ες
τα
μερισμέν
α
γενική
των
μερισμέν
ων
των
μερισμέν
ων
των
μερισμέν
ων
αιτιατική
τους
μερισμέν
ους
τις
μερισμέν
ες
τα
μερισμέν
α
κλητική
μερισμέν
οι
μερισμέν
ες
μερισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μερισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μερίζω
Μετοχή
επεξεργασία
μερισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
μερίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μερισμένος