διαμοιράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμοιράζω < ελληνιστική κοινή διαμοιράζω < διά + μοιράζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.miˈɾa.zo/ & /ðʝa.miˈɾa.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαδιαμοιράζω
- (λόγιο) άλλη μορφή του μοιράζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιαμοίραστα
- αδιαμοίραστος
- διαμοίρασμα
- διαμοίραση
- διαμοιρασμένος
- διαμοιρασμός
- διαμοιραστέος
- διαμοιραστής
- → δείτε τις λέξεις διά, μοιράζω και μοίρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαμοιράζω
|