Δείτε επίσης: μοῖρα, Μοίρα, Μοῖρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοίρα οι μοίρες
      γενική της μοίρας των μοιρών
    αιτιατική τη μοίρα τις μοίρες
     κλητική μοίρα μοίρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τόξα κύκλου, μεγέθους 90 και 45 μοιρών αντίστοιχα.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοίρα θηλυκό

  1. το μερίδιο, το μερτικό
      Ο εκλιπών δεν προνόησε στη διαθήκη του για τα παιδιά του, αυτά όμως θα διεκδικήσουν τη νόμιμη μοίρα τους.
     δείτε την έκφραση  δεν έχει στον ήλιο μοίρα
  2. το πεπρωμένο, το γραφτό, το ριζικό
      Κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει η μοίρα.
     δείτε την παροιμία  όπου φτωχός κι η μοίρα του
    1. (κατ’ επέκταση) ο προορισμός
    2. (κατ’ επέκταση) το τέλος ή ο θάνατος
        Η μοίρα αυτού του νεοκλασικού κτηρίου ήταν να καταλήξει ένας σωρός από μπάζα.
  3. (ανατομία) τμήμα της σπονδυλικής στήλης
      θωρακική μοίρα, οσφυϊκή μοίρα
  4. (γεωμετρία) μονάδα μέτρησης τόξων ή γωνιών, ίση με το 1/360 του κύκλου (συμβολίζεται με °)
      Η ορθή γωνία ισούται με 90 μοίρες.
  5. (ελληνική μυθολογία)  δείτε τη λέξη Μοίρα
  6. (στρατιωτικός όρος) μονάδα του πυροβολικού, των ειδικών δυνάμεων, του ναυτικού ή της αεροπορίας
      Δύο μοίρες καταδιωκτικών απογειώθηκαν για να αποκρούσουν την εισβολή στον εναέριο χώρο μας.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
μοιρ- 

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία