Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοιρολατρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μοιρολατρί
α
οι
μοιρολατρί
ες
γενική
της
μοιρολατρί
ας
των
μοιρολατρι
ών
αιτιατική
τη
μοιρολατρί
α
τις
μοιρολατρί
ες
κλητική
μοιρολατρί
α
μοιρολατρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μοιρολατρία
<
μοιρολάτρης
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοιρολατρία
θηλυκό
πεποίθηση
ότι τα πάντα είναι προκαθορισμένα από τη
μοίρα
Συνώνυμα
επεξεργασία
μοιροκρατία
φαταλισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοιρολατρία
αγγλικά
:
fatalism
(en)
γαλλικά
:
fatalisme
(fr)
γερμανικά
:
Fatalismus
(de)
ισπανικά
:
fatalismo
(es)