φαταλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαταλισμός < γαλλική fatalisme < fatal + -isme < λατινική fatalis < fatum < for < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeh₂- (μιλώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαταλισμός αρσενικό
- στάση, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να τροποποιήσει τη φορά των γεγονότων, επειδή αυτά προκαθορίζονται από τη μοίρα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαταλισμός
|