↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαταλισμός οι φαταλισμοί
      γενική του φαταλισμού των φαταλισμών
    αιτιατική τον φαταλισμό τους φαταλισμούς
     κλητική φαταλισμέ φαταλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαταλισμός < γαλλική fatalisme < fatal + -isme < λατινική fatalis < fatum < for < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeh₂- (μιλώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαταλισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία