φαταλίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαταλίστρια < φαταλιστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαταλίστρια θηλυκό
- θηλυκό του φαταλιστής
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαταλίστρια
|
φαταλίστρια θηλυκό
|