μοιρολάτρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μοιρολάτρισσα < μοιρολάτρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοιρολάτρισσα θηλυκό
- θηλυκό του μοιρολάτρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοιρολάτρισσα
|
μοιρολάτρισσα θηλυκό
|