μοιρολάτρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοιρολάτρης αρσενικό (θηλυκό: μοιρολάτρισσα)
- αυτός που χαρακτηρίζεται από μοιρολατρία, αυτός που δέχεται άβουλα, χωρίς αντίδραση, κάτι, πιστεύοντας ότι τα πάντα ρυθμίζονται από τη μοίρα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μοιρολατρία
- μοιρολατρικά
- μοιρολατρικός
- μοιρολατρικότητα
- μοιρολατρικώς
- μοιρολάτρισσα
- → δείτε τις λέξεις μοίρα και λατρεύω