Δείτε επίσης: -λάτρης, λάτρις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λάτρης οι λάτρεις
      γενική του λάτρη των λάτρεων
    αιτιατική τον λάτρη τους λάτρεις
     κλητική λάτρη λάτρεις
Διαφορετικά κλίνεται το επίθημα -λάτρης.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάτρης < αρχαία ελληνική λάτρις < λάτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₁y (παρέχω, κατέχω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάτρης αρσενικό (θηλυκό λάτρις και λάτρισσα)

  1. αυτός που συμμετέχει σε μια λατρεία
    οι λάτρεις του Διονύσου
  2. αυτός που αγαπά βαθιά κάτι
    ο φίλος μας είναι λάτρης της συμφωνικής μουσικής

Σημειώσεις επεξεργασία

Το ουσιαστικό λάτρης, στον πληθυντικό αριθμό του ακολουθεί λόγια κλίση όπως ο μάντης και δεν κλίνεται όπως το ναύτης. Όμως όλα τα σύνθετα ουσιαστικά τα οποία έχουν ως 2ο συνθετικό τους το -λάτρης κλίνονται κατά το ναύτης σε όλες τις πτώσεις τους, π. χ. φυσιολάτρες - φυσιολατρών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία