Δείτε επίσης: μάντις, Μάντης, μάντεις
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάντης* οι μάντεις
      γενική του μάντη των μάντεων
    αιτιατική τον μάντη τους μάντεις
     κλητική μάντη μάντεις
* Και θηλυκό «η μάντις» από τα αρχαία με πληθυντικό «οι μάντιδες».
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάντης αρσενικό (θηλυκό μάντισσα)

  1. πρόσωπο που ερμηνεύει τα σημάδια που θεωρείται ότι στέλνουν οι θεοί και δίνει χρησμούς· εκείνος που αποκαλύπτει τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή κάπου αλλού και ποιες δυνάμεις επηρεάζουν μια κατάσταση, που προφητεύει ή προλέγει τι θα συμβεί στο μέλλον
    άλλη γραφή : μάντις
  2. (κυπριακά) γύφτος, τσιγγάνος, Ρομά
  3. (κυπριακά: σκωπτικό) άτομο που κατάγεται από την πόλη της Λάρνακας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • μάντης είσαι;: ειρωνική φράση που λέγεται όταν κάποιος βρίσκει την απάντηση σε κάτι το προφανές

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία