μάντης
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μάντης* | οι | μάντεις |
γενική | του | μάντη | των | μάντεων |
αιτιατική | τον | μάντη | τους | μάντεις |
κλητική | μάντη | μάντεις | ||
* Και θηλυκό «η μάντις» από τα αρχαία με πληθυντικό «οι μάντιδες». | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μάντης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάντης < αρχαία ελληνική μάντις
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈman.dis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐ντης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μάντης αρσενικό (θηλυκό μάντισσα)
- (στην αρχαιότητα) πρόσωπο με ιερή ιδιότητα που ερμήνευε τα σημάδια που πίστευαν ότι έστελναν οι θεοί και έδινε χρησμούς
- (κυπριακά: σκωπτικό) άτομο που κατάγεται από την πόλη της Λάρνακας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μάντης είσαι;: ειρωνική φράση που λέγεται όταν κάποιος βρίσκει την απάντηση σε κάτι το προφανές
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
μαντ-
μαντ-
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μάντης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μάντης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μάντ(ις) με μεταπλασμό + -ης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μάντης αρσενικό
Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
μαντ-
μαντ-
- ἀρνιομάντις
- ἐκμαντεύομαι
- κακομαντευτός
- λεκανομάντευμα
- λεκανομάντης
- λιβανομάντις
- μαγομάντης
- μαντεία
- -μαντεία Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -μαντεία στο Βικιλεξικό
- μαντεῖον
- μαντεμός
- μαντεολόγος
- μαντεύγω
- μάντευμα
- μάντευσις
- μαντευτήριον
- μαντευτής
- μαντευτικός
- μαντεύτρια
- μαντεύω
- μαντικός
- μάντισσα
- μαντολόγημα
- μαντολόγος
- νεκυομάντης
- νερτερομάντις
- ὀνειρομαντεῖον
- ὀρνιθομάντης
- πιβακτορομαντεία
- προμάντευμα
- προσμαντεύομαι
- προσαπομαντεύομαι
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μάντης» - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- «μάντης» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].