προμάντεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προμάντεμα < ελληνιστική κοινή προμάντευμα < αρχαία ελληνική προμαντεύω < πρό + μάντις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρομάντεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προμαντεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προμάντεμα
|