ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προμάντευμᾰ τὰ προμαντεύμᾰτ
      γενική τοῦ προμαντεύμᾰτος τῶν προμαντευμᾰ́των
      δοτική τῷ προμαντεύμᾰτ τοῖς προμαντεύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ προμάντευμᾰ τὰ προμαντεύμᾰτ
     κλητική ! προμάντευμᾰ προμαντεύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προμαντεύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  προμαντευμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προμάντευμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική προ- + μάντευμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προμάντευμα, -ατος ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία