μάντις
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Μάντις (αλογάκι της Παναγίας) που ζευγαρώνει, το θηλυκό είναι το πράσινο
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μάντις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάντις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μάντις αρσενικό ή θηλυκό (γενική: μάντεως) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μάντις)
- άλλη γραφή του μάντη, εκείνος που μαντεύει τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή κάπου αλλού και τι δυνάμεις επηρεάζουν μια κατάσταση, εκείνος που προφητεύει τι θα συμβεί στο μέλλον, προλέγει
- γένος ορθόπτερων εντόμων της υποοικογένειας των Μαντιδών της οικογένειας των Μαντωδών, με πιο γνωστό στην Ελλάδα το αλογάκι της Παναγίας (mantis religiosa)
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- χαρτομάντις και χαρτομάντης
- χειρομάντις και χειρομάντης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μάντις < μαίνομαι [1] ή από υποθετικό τύπο *μάτις, συγγενικό με τη λατινική mens και το αρχαίο ινδικό mátih [2]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μάντις αρσενικό και θηλυκό
- μάντης, προφήτης, χρησμολόγος
- ※ 8ος αιώνας πκε - ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 62
- ἀλλ᾽ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα,
ἢ καὶ ὀνειροπόλον, καὶ γάρ τ᾽ ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν,- Λοιπόν ας ερωτήσωμεν ή μάντιν ή ιερέα / ή ονειροκρίτην —έρχεται και τ᾽ όνειρο απ᾽ τον Δία—
- Σκηνή: Μιλάει ο Αχιλλέας στον Αγαμέμνονα. Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-langueage.gr
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
αρσενικό | θηλυκό | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|
Επεξεργασία
- ↑ Chantraine, Pierre (1968) Dictionnaire étymologique de la langue grecque. [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck
- ↑ Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μάντις» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «μάντις» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.