πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρησμολόγος η χρησμολόγος
& χρησμολόγα
το χρησμολόγο
      γενική του χρησμολόγου της χρησμολόγου
& χρησμολόγας
του χρησμολόγου
    αιτιατική τον χρησμολόγο τη χρησμολόγο
& χρησμολόγα
το χρησμολόγο
     κλητική χρησμολόγε χρησμολόγε
& χρησμολόγα
χρησμολόγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρησμολόγοι οι χρησμολόγοι
& χρησμολόγες
τα χρησμολόγα
      γενική των χρησμολόγων των χρησμολόγων των χρησμολόγων
    αιτιατική τους χρησμολόγους τις χρησμολόγους
& χρησμολόγες
τα χρησμολόγα
     κλητική χρησμολόγοι χρησμολόγοι
& χρησμολόγες
χρησμολόγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

χρησμολόγος

  1. ο χρησμοδότης
  2. που συγκεντρώνει χρησμούς σε συλλογή

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία