χρησμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρησμός | οι | χρησμοί |
γενική | του | χρησμού | των | χρησμών |
αιτιατική | τον | χρησμό | τους | χρησμούς |
κλητική | χρησμέ | χρησμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρησμός < αρχαία ελληνική χρησμός < χράω
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχρησμός αρσενικό
- αυτό που αποκρίνεται ή ανακοινώνει το μαντείο, το αποτέλεσμα της μαντείας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποχρησμοδοτώ
- αχρησμολόγητος
- αχρησμοδότητος
- χρησμόδετος
- χρησμοδοσία
- χρησμοδότημα
- χρησμοδότης
- χρησμοδότηση
- χρησμοδοτικός
- χρησμοδότις
- χρησμοδότρια / χρησμοδότρα / χρησμοδότισσα
- χρησμοδοτώ
- χρησμοδόχος
- χρησμοθηρικώς
- χρησμολάλητος
- χρησμολόγημα
- χρησμολογία
- χρησμολογική
- χρησμολογικός
- χρησμολόγιο
- χρησμολόγος
- χρησμολογώ
- χρησμοτραγουδίστρα
- χρησμωδός
- χρησμωδώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- χρησμός στη Βικιπαίδεια