Δείτε επίσης: πυρομάντις
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῠρομαντῐ- πῠρομαντε-
ονομαστική / πυρόμαντῐς οἱ/αἱ πυρομάντεις
      γενική τοῦ/τῆς πυρομάντεως τῶν πυρομάντεων
      δοτική τῷ/τῇ πυρομάντει τοῖς/ταῖς πυρομάντεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πυρόμαντῐν τοὺς/τὰς πυρομάντεις
     κλητική ! πυρόμαντῐ πυρομάντεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρομάντει
γεν-δοτ τοῖν  πυρομαντέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρόμαντις < αρχαία ελληνική πυρό- + μάντις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυρόμαντις, -εως αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) πυρομάντης
  2. (ελληνιστική κοινή) πυρομάντισσα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πῦρ και μάντις