↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυρομάντης οι πυρομάντες
      γενική του πυρομάντη των πυρομαντών
    αιτιατική τον πυρομάντη τους πυρομάντες
     κλητική πυρομάντη πυρομάντες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρομάντης < ελληνιστική κοινή πυρόμαντις[1] + -ης < αρχαία ελληνική πῦρ + μάντις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυρομάντης αρσενικό (θηλυκό: πυρομάντισσα & πυρομάντις)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πυρόμαντις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.