πυρομάντης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρομάντης < ελληνιστική κοινή πυρόμαντις[1] + -ης < αρχαία ελληνική πῦρ + μάντις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρομάντης αρσενικό (θηλυκό: πυρομάντισσα & πυρομάντις)
- (λαογραφία) κάποιος που ασκεί πυρομαντεία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πυρομάντης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πυρόμαντις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- πυρομάντης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυρομάντης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)