εμπυρομαντεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εμπυρομαντεία < ελληνιστική κοινή ἐμπυρόμαντις + -εία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμπυρομαντεία θηλυκό
- (θρησκεία) προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος βασιζόμενη στην παρατήρηση της καύσης των προσφορών των πιστών στους θεούς τους, των εμπύρων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πυρομάντης, έμπυρος, πυρ και μάντης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπυρομαντεία