Δείτε επίσης: ἔμπυρος, έμπορος, έμπειρος, εμπύρετος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμπυρος η έμπυρη το έμπυρο
      γενική του έμπυρου της έμπυρης του έμπυρου
    αιτιατική τον έμπυρο την έμπυρη το έμπυρο
     κλητική έμπυρε έμπυρη έμπυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμπυροι οι έμπυρες τα έμπυρα
      γενική των έμπυρων των έμπυρων των έμπυρων
    αιτιατική τους έμπυρους τις έμπυρες τα έμπυρα
     κλητική έμπυροι έμπυρες έμπυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έμπυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμπυρος < ἐν + πῦρ. Συγχρονικά αναλύεται σε έμ- + πυρ + -ος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈem.bi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐μπυ‐ρος
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμ‐πυ‐ρος
ομόηχο: έμπειρος

  Επίθετο επεξεργασία

έμπυρος, -ή, -ο

  1. (λόγιο) που γίνεται με φωτιά ή πάνω στη φωτιά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε : τα έμπυρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία